- συννεύω
- ΜΑ [νεύω]1. μαζεύω προς τα κάτω τα φρύδια, συνοφρυώνομαι (α. «συννενεύκει ὁ λόγος αὐτῷ τὰς ὀφρῡς», Άνν. Κομν.β. «τὰς ὀφρῡς κάτω συννένευκας», Λουκ.)2. κατευθύνομαι αμοιβαία προς το ίδιο σημείο, συγκλίνω («πάντων πρὸς ἄλληλα τῶν μερῶν συννευόντων», Γρηγ. Νύσσ.)3. συναινώ, συμφωνώ, συγκατανεύω (α. «σύννευε τοῑς φιλοῡσι, μέτρια φρόνει», Νικήτ. Ευγ.β. «ξύννευσον... σῇ ψαύσας χερί», Σοφ.)4. καλῶ κάποιον με νεύμααρχ.σκύβω ταυτόχρονα με κάποιον άλλο («ὅσοι αὐτῶν κάτω συννενευκότες παλαίουσι», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.